ταπεινοῖς

ταπεινοῖς
ταπεινός
low
masc/neut dat pl
ταπεινόω
lower
pres opt act 2nd sg
ταπεινόω
lower
pres subj act 2nd sg
ταπεινόω
lower
pres ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συναπάγω — ΝΜΑ [ἀπάγω] νεοελλ. μεταφέρω μαζί μου με τη βία μσν. αρχ. οδηγώ κάποιον μαζί με άλλους (α.«συναπήχθη τοῑς πατριώταις εἰς Σικελίαν αἰχμάλωτος», Νικ. Χων. β. «ἵππον ἔδωκε... καὶ ἐκέλευσε τῶν σκηπτούχων τινὰ συναπάγειν αὐτῷ ὅποι κελεύσετε», Ξεν.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”